«Παιδί μου, ποτέ μη μιλάς σε ξένους». Αυτή είναι μια συμβουλή-προσταγή των περισσότερων γονέων στα παιδιά τους για να τα προστατεύσουν από τα χειρότερα. Ο «ξένος», ο «κακός» που θέλει να πειράξει το παιδί τους, να το απαγάγει, να του κάνει κακό. Όμως οι ειδικοί γνωρίζουν ότι αυτή και μόνο η συμβουλή δεν είναι αρκετή για να προστατεύσει τα παιδιά μας. Αφενός γιατί το θέμα της αρπαγής ανηλίκων και της εκπαίδευσης των παιδιών για την προστασία τους, είναι πολύ πιο περίπλοκο ζήτημα από το «μη μιλάς σε ξένους». Και αφετέρου -και πιο σημαντικό- το γεγονός ότι δεν μπορούν να κάνουν μόνο οι ξένοι κακό σε ένα παιδί. Το αντίθετο μάλιστα.
Η HuffPost Greece μίλησε για το θέμα με την Καθηγήτρια Κλινικής Ψυχολογίας, Τίνια Απέργη, την ψυχολόγο Πόλυ Κεφαλά και την Κλινική Εγκληματολόγο και διευθύντρια του Διεθνούς Ινστιτούτου Κυβερνοασφάλειας (CSIi), Καλλιόπη Ιωάννου.
Οι ειδικοί συμφωνούν: τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι τα παιδιά κινδυνεύουν να κακοποιηθούν και κακοποιούνται κυρίως από ανθρώπους που γνωρίζουν. Μέλη της ίδιας της οικογένειας, φίλοι και γνωστοί. Άνθρωποι που το παιδί γνωρίζει, ή που οι ίδιοι γνωρίζουν αρκετές λεπτομέρειες για τη ζωή του, τις οποίες μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να το προσεγγίσουν.
«Το «Μη μιλάς σε ξένους» είναι μια φράση που έχουμε ακούσει όλοι μεγαλώνοντας και τη χρησιμοποιούμε κι εμείς συχνά με τη σειρά μας για να μάθουμε στα παιδιά μας να προστατεύουν τον εαυτό τους. Όσο οικείο και σωστό κι αν ακούγεται όμως οι έρευνες δείχνουν ότι όχι μόνο δεν βοηθάει αλλά μπορεί και να φέρει το αντίθετο αποτέλεσμα», μας λέει η κα Απέργη. «Ο «ξένος» είναι συχνά μία αφηρημένη έννοια για τις μικρότερες ηλικίες και τα παιδιά το συνδέουν με τους άσχημους και κακούς χαρακτήρες που βλέπουν στις ταινίες. Κάποιος που μιλάει όμορφα και φέρεται φιλικά δε μπορεί να είναι «ξένος»…..και οι μεγάλοι μιλάνε συχνά σε «ξένους». Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι τα παιδιά κινδυνεύουν να κακοποιηθούν και κακοποιούνται κυρίως από ανθρώπους που γνωρίζουν, άρα η αποφυγή των «ξένων» δεν συμβάλει ιδιαίτερα στην προστασία τους».
Και όσο και αν θεωρούμε ότι το φαινόμενο της αρπαγής ανηλίκου δεν είναι τόσο συχνό, κάνουμε λάθος. «Μελέτες έχουν δείξει ότι τα μέσα ενημέρωσης συμβάλλουν σε αυτήν την εσφαλμένη αντίληψη επειδή τείνουν να επικεντρώνονται σε υποθέσεις απαγωγών που διαπράττονται από αγνώστους, ενώ ουσιαστικά αγνοούν τον πιο συνηθισμένο τύπο απαγωγής που διαπράττεται από μέλη της οικογένειας», μας λέει η κα Ιωάννου.
Πώς λοιπόν μπορούμε να μιλήσουμε στα παιδιά για να τους μάθουμε πώς να προστατεύονται και παράλληλα να μην τα τρομάξουμε; Η κάθε ηλικία είναι διαφορετική και χρειάζεται ειδικό χειρισμό, μας λέει η κα Απέργη.
Η συμβουλή για αυτές τις ηλικίες είναι μία: Δεν τα αφήνουμε από τα μάτια μας γιατί δεν έχουν αίσθηση του κινδύνου και δυσκολεύονται να καταλάβουν την έννοια της αρπαγής.
Η κατανόηση και γενικά οι γνωστικές τους ικανότητες έχουν ωριμάσει αρκετά ώστε να μπορούμε να συζητήσουμε μαζί τους τι είναι επικίνδυνο.
Η κα Κεφαλά από την πλευρά της προτείνει τα εξής:
Στην εφηβεία, παρόλο που είναι μια δύσκολη περίοδος πειραματισμό, καλό θα είναι να γνωρίζουν τα εξής:
Όπως μας εξηγεί η κα Ιωάννου, υπάρχουν δύο συνηθισμένες συμπεριφορές που υιοθετούν οι δράστες πριν την τέλεση της απαγωγής. Μια από αυτές είναι η χρήση διάφορων τακτικών προκειμένου να δημιουργήσουν μια καλή σχέση με το παιδί και να το εξαπατήσουν. Η δεύτερη είναι η χρήση απειλών και εκβιασμών από τον απαγωγέα για να υποτάξει το θύμα.
Κάποια παραδείγματα μας αναφέρει η κα Απέργη:
Σύμφωνα με την κα Ιωάννου, τα πιο συνηθισμένα αίτια γύρω από την αρπαγή ανηλίκων είναι τα εξής τέσσερα:
Φτώχεια & Ανεργία: Το υψηλό ποσοστό ανεργίας σε πολλές χώρες οδηγεί πολλούς στο να βρουν άλλους τρόπους για να κερδίσουν χρήματα – και ορισμένοι από αυτούς τους τρόπους είναι παράνομοι. Η απαγωγή ενός παιδιού, ειδικά από μία πλούσια οικογένεια, μπορεί να αποβεί σε μια προσοδοφόρα επιχείρηση. Ένας άνεργος μπορεί να πιστεύει ότι όταν απαγάγει κάποιον που είναι πλούσιος, μπορεί να καταφέρει να γίνει πλούσιος και ο ίδιος.
Αναλφαβητισμός: Όταν οι άνθρωποι ξέρουν να διαβάζουν και να γράφουν, μπορούν να αποκτήσουν τις δεξιότητες που χρειάζονται για να μορφωθούν, να βρουν δουλειά και να ζήσουν μια παραγωγική ζωή. H μόρφωση μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομείται μια βαθύτερη κατανόηση της ηθικής κρίσης και λήψης αποφάσεων του ατόμου. Πολλοί απαγωγείς για παράδειγμα γίνονται πιόνια στα χέρια ενός ευρύτερου εγκληματικού δικτύου που τους δίνει εντολές με αντάλλαγμα τη βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους.
Απληστία: Μερικοί άνθρωποι δεν είναι ικανοποιημένοι με αυτά που έχουν και επιθυμούν να αγοράσουν όλο και περισσότερα πράγματα – είτε πρόκειται για ρούχα, αυτοκίνητα, σπίτια ή κοσμήματα. Αυτό το είδος ατόμων μπορεί να στραφεί στο έγκλημα για να κερδίσει περισσότερα χρήματα. Ένας άπληστος επιχειρηματίας μπορεί να απαγάγει το παιδί του επιχειρηματικού του ανταγωνιστή αποζητώντας λύτρα για να γίνει πλουσιότερος.
Παραφιλία: Το παιδί απαγάγεται προκειμένου ο θύτης να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές του ορέξεις. Η παιδεραστία είναι μια ψυχιατρική διαταραχή στην οποία ένας ενήλικας ή ένας μεγαλύτερος έφηβος βιώνει μια πρωταρχική ή αποκλειστική σεξουαλική έλξη για παιδιά προεφηβικής ηλικίας.
Σε κάθε περίπτωση το modus operandi όπως και τα χαρακτηριστικά των δραστών διαφέρουν ανάλογα με το είδος της απαγωγής. Τα πιο γνωστά είδη αρπαγής ανηλίκων είναι αυτά που διαπράττονται από: α) κάποιον άγνωστο, β) μέλος της οικογένειας και γ) κάποιο οικείο άτομο του θύματος (οικογενειακός φίλος/γνωστός/ γείτονας/babysitter κοκ).
Τα ευρήματα σχετικών ερευνών γύρω από το background των απαγωγέων ανηλίκων καταδεικνύουν ότι στις περισσότερες υποθέσεις οι δράστες σχετίζονται με οργανωμένο έγκλημα (εμπόριο οργάνων/ trafficking/ εμπόριο ναρκωτικών/ παιδικής πορνογραφίας κοκ). Ακολουθούν οι απαγωγές στις οποίες εμπλέκονται μέλη της οικογένειας και τέλος απαγωγές με σεξουαλικά κίνητρα και παραδοσιακές απαγωγές λύτρων.
Ιδιαίτερη προσοχή: Οι απαγωγείς είναι πιο πιθανό να καταδικαστούν για ένα νέο αδίκημα απαγωγής από ότι να καταδικαστούν για άλλα σοβαρά αδικήματα (π.χ ανθρωποκτονίας). Έρευνες έχουν δείξει ότι πέντε στους 100 απαγωγείς που έχουν καταδικαστεί την πρώτη φορά για απαγωγή, θα καταδικαστούν ξανά για αυτό το αδίκημα εντός 20 ετών, μας λέει η κα Ιωάννου.
Η συμμετοχή γυναικών ιδιαίτερα σε απαγωγές από αγνώστους είναι ιδιαίτερα σπάνια, εξηγεί η κα Ιωάννου. Εδώ η έρευνα καταδεικνύει ότι οι γυναίκες που διαπράττουν αυτό το έγκλημα συνήθως διακατέχονται από συναισθήματα μοναξιάς και στέρησης και την επιθυμία να παρηγορηθούν φροντίζοντας ένα μικρό παιδί. Τείνουν να απασχολούνται με σκέψεις που έχουν να κάνουν με παιδιά και με εγκυμοσύνη. Ένα κοινό μοτίβο σε αυτήν την ομάδα δραστών είναι η απαγωγή όχι ενός αγνώστου παιδιού, αλλά ενός παιδιού από το οικείο τους περιβάλλον. Μία άλλη περίπτωση είναι η απαγωγή ενός παιδιού με το πρόσχημα ότι οι βιολογικοί του γονείς το κακομεταχειρίζονταν. Σε αύτη την κατηγορία συναντάμε συχνά απαγωγές από babysitters. Οι γυναίκες αυτής της κατηγορίας συχνά έχουν βιώσει τον αποχωρισμό του δικού τους παιδιού, συνήθως από κάποιον συγγενή που έχει πάρει την επιμέλεια. Εδώ η αρπαγή του ανηλίκου έρχεται για να καλύψει το κενό και την κρίση στις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Τέλος υπάρχει η κατηγορία των γυναικών απαγωγέων που διέπραξαν το αδίκημά τους από παρορμητισμό και συνήθως σε ψυχική ψυχωτική κατάσταση ή υπό την επήρεια ουσιών.