Στα μέσα περίπου του καλοκαιριού του 2020, πολλές δημοσιευμένες μελέτες ανέφεραν ότι τα αντισώματα που παράγει το ανοσοποιητικό μας σύστημα έναντι του νέου κορονοϊού μειώνονται γρήγορα είτε στους ήπια, είτε στους βαρύτερα νοσήσαντες με COVID-19. Επιπλέον, αναφέρθηκαν και περιπτώσεις ασυμπτωματικών ατόμων που, ενώ ήρθαν σε επαφή με τον ιό, δεν ανέπτυξαν καθόλου αντισώματα. Τα δεδομένα αυτά θορύβησαν την επιστημονική κοινότητα και πολλοί επιδημιολόγοι προέταξαν τον μοριακό έλεγχο (που ανιχνεύει το γενετικό υλικό του SARS-CoV-2) για την παρακολούθηση της πορείας της πανδημίας.
Τα δεδομένα από ομάδα ερευνητών στην Ισλανδία, που δημοσιεύθηκαν την 1η Σεπτεμβρίου στο New England Journal of Medicine, έδειξαν ότι ο μοριακός έλεγχος είναι σημαντικός, αλλά στιγμιαίος (ανιχνεύει δηλαδή τον ιό μόνο τη στιγμή της μόλυνσης και μόνο στις περιοχές από όπου συλλέγεται το διαγνωστικό υλικό), και επιπλέον είναι αυξημένου κόστους, πολύπλοκος και σαφώς ανεπαρκής για τη μακροχρόνια παρακολούθηση της εξάπλωσης του κορονοϊού σε πληθυσμιακό επίπεδο.
Αντίθετα, η αξιολόγηση των αντισωμάτων με ειδικά και ευαίσθητα τεστ κατά τη διάρκεια της πανδημίας, είναι ο ενδεικνυόμενος τρόπος για τη συλλογή πληθυσμιακών δεδομένων σχετικών με την έκθεση και διασπορά του SARS-CoV-2, αλλά και για την κατανόηση του ρόλου των αντισωμάτων στην προστατευτική ανοσία και για την ορθή καθοδήγηση των ερευνητών προς την ανάπτυξη εμβολίων.
Τα σημαντικότερα στοιχεία των δημοσιεύσεων ανασκοπούνται από τους καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ουρανία Τσιτσιλώνη, Ευάγγελο Τέρπο και Θάνο Δημόπουλο (Πρύτανη ΕΚΠΑ).
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν 6 διαφορετικά τεστ αντισωμάτων έναντι διαφορετικών πρωτεϊνών του κορονοϊού και μέτρησαν τα ειδικά αντι-SARS-CoV-2 αντισώματα σε περίπου 30.000 άτομα στην Ισλανδία, χώρα με ιδιαίτερα χαμηλό αριθμό κρουσμάτων (περίπου 2.000) και μόλις 10 θανάτους. Στόχος τους ήταν να εκτιμηθεί ο οροεπιπολασμός στον πληθυσμό της Ισλανδίας, αλλά παράλληλα να καταγραφούν οι μεταβολές στα επίπεδα των αντισωμάτων τους πρώτους 4 μήνες μετά τη μόλυνση από τον SARS-CoV-2 και πώς οι μεταβολές αυτές σχετίζονται με το φύλο, την ηλικία, συγκεκριμένους φαινότυπους (πχ. δείκτη μάζας σώματος, κάπνισμα, λήψη αντιφλεγμονωδών φαρμάκων) και τα συμπτώματα της COVID-19. Σημειωτέον ότι στην Ιρλανδία μέχρι τις 15 Ιουνίου 2020, το 15% που πληθυσμού είχε ήδη υποβληθεί σε μοριακό έλεγχο.
Τα αποτελέσματα αυτής της ιδιαίτερα αναλυτικής οροεπιδημιολογικής μελέτης ήταν τα παρακάτω:
Με βάση τη μελέτη στην Ισλανδία, τα αντιSARS-CoV-2 αντισώματα φαίνεται να προστατεύουν στον οργανισμό για τουλάχιστον 4 μήνες μετά τη μόλυνση.
Κατά πόσον η παρουσία αντι-SARS-CoV-2 αντισωμάτων στο αίμα αποκλείει την πιθανότητα επαναμόλυνσης από τον κορονοϊό, παραμένει ακόμα ασαφής, αναφέρουν οι καθηγητές του ΕΚΠΑ. Ωστόσο, προσθέτουν, τα δεδομένα που παρουσιάστηκαν από τους ερευνητές στην Ισλανδία, συστήνουν τα τεστ αντισωμάτων ως την ενδεικνυόμενη διαγνωστική στρατηγική (σε σύγκριση με το μοριακό έλεγχο) για την αξιολόγηση του επιπολασμού του ιού σε πληθυσμιακό επίπεδο, έναν κρίσιμο παράγοντα για την ασφαλή επαναφορά μας στην κανονικότητα. Επιπλέον, τα αντισώματα είναι οι καλύτεροι διαθέσιμοι βιοδείκτες για την άμεση αξιολόγηση της επιτυχίας των εμβολίων που ελπίζουμε σύντομα να τερματίσουν την πανδημία, καταλήγουν οι καθηγητές του ΕΚΠΑ.
(Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ)